- ἀκανθοφάγος
- ἀκανθο-φάγος [ᾰ], ον,A feeding on thistles, Arist.HA592b30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακανθοφάγος — ἀκανθοφάγος, ον (Α) (ζώο) που τρώει αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + φάγος < ἔφαγον, ἐσθίω. ΠΑΡ. μσν. ἀκανθοφαγῶ] … Dictionary of Greek
ἀκανθοφάγα — ἀκανθοφάγος feeding on thistles neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
ακανθοφαγώ — ἀκανθοφαγῶ ( έω) (Μ) [ἀκανθοφάγος] τρώω αγκάθια … Dictionary of Greek